-
1 δια-πίμπλημι
δια-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz erfüllen, Sp., τινός. – Pass., διεπλήσϑη Σικελία αὐτῶν Thuc. 7, 85; dah. = überdrüssig sein, διαπεπλησμένος τινός, Andoc. 1, 125.
1 δια-πίμπλημι
δια-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz erfüllen, Sp., τινός. – Pass., διεπλήσϑη Σικελία αὐτῶν Thuc. 7, 85; dah. = überdrüssig sein, διαπεπλησμένος τινός, Andoc. 1, 125.